- αποσαθρώνω
- [σαθρώ]καθιστώ κάτι σαθρό, ετοιμόρροπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποσαθρώνω — αποσαθρώνω, αποσάθρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποσαθρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, κάνω κάτι να σαπίσει, να διαλυθεί: Τα πετρώματα στο σημείο εκείνο είχαν εντελώς αποσαθρωθεί. Ουσ. η αποσάθρωση τέλεια αποσύνθεση, φθορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποσάθρωση — η 1. πλήρης εξασθένηση, διάλυση, καταστροφή 2. η συντελούμενη με την πάροδο του χρόνου αλλοίωση και καταστροφή των πετρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποσαθρώνω. Η λ. μαρτυρείται από τον Ηρακλή Μητσόπουλο ως απόδοση του (γερμ.) Verwitterung] … Dictionary of Greek